ὀργάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ὀργάω < ὀργή

ὀργάω (κυρίως στον Ενεστώτα)

  1. για χωράφι που είναι καλοποτισμένο και έτοιμο για την καλλιέργεια σιτηρών
  2. για δένδρα που είναι έτοιμα να ανθίσουν
  3. για καρπούς που είναι έτοιμοι να ωριμάσουν
  4. (για άνδρες) κατέχομαι από λαγνεία
     συνώνυμα: σφριγάω
  5. (για ζώα) βρίσκομαι στην εποχή της σεξουαλικής συνεύρεσης
  6. (γενικότερα) είμαι γεμάτος από ορμή και επιθυμία για κάτι
  7. (μεταβατικό) μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το
     συνώνυμα: ὀργάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

νέα ελληνικά: