ὀρθοδόξως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀρθοδόξως < ορθόδοξος + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὀρθοδόξως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]