ὀρθόθριξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
*ὀρθόθρῐχ- ὀρθότρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀρθόθριξ | οἱ/αἱ | ὀρθότριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | ὀρθότριχος | τῶν | ὀρθοτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ὀρθότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὀρθότριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀρθότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὀρθότριχᾰς | |
κλητική ὦ! | ὀρθόθριξ | ὀρθότριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρθότριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρθοτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀρθόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει όρθια μαλλιά (συνήθως από φόβο)
- ※ τορὸς γὰρ [Φοῖβος] ὀρθόθριξ δόμων ὀνειρόμαντις (Αισχύλος, Χοηφόροι, 32)
- Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός, των παλατιώ ονειροπροφήτης (μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης, Θεσσαλονίκη, ΚΕΓ, 2015 [1])
- ※ τορὸς γὰρ [Φοῖβος] ὀρθόθριξ δόμων ὀνειρόμαντις (Αισχύλος, Χοηφόροι, 32)
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀρθόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ὀρθό- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θριξ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα διγενή μονοκατάληκτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)