ὀρθόθριξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὀρθόθρῐχ- ὀρθότρῐχ-
ονομαστική / ὀρθόθριξ οἱ/αἱ ὀρθότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὀρθότριχος τῶν ὀρθοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὀρθότριχ τοῖς/ταῖς ὀρθότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρθότριχ τοὺς/τὰς ὀρθότριχᾰς
     κλητική ! ὀρθόθριξ ὀρθότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρθότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὀρθοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀρθόθριξ < ὀρθό- + -θριξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὀρθόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

  • που έχει όρθια μαλλιά (συνήθως από φόβο)
    ※  τορὸς γὰρ [Φοῖβος] ὀρθόθριξ δόμων ὀνειρόμαντις (Αισχύλος, Χοηφόροι, 32)
    Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός, των παλατιώ ονειροπροφήτης (μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης, Θεσσαλονίκη, ΚΕΓ, 2015 [1])

Πηγές[επεξεργασία]