Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὀρύσσω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)

ὀρύσσω

  1. σκάβω
  2. εξορύσσω
  3. θάβω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]