ὀρύττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀρύττω στην Αττική, αλλού όμως ὀρύσσω < αβέβαιης ετυμολογίας

Ρήμα[επεξεργασία]

ὀρύττω θηλυκό

  1. σκάβω
  2. εξορύσσω
  3. διορύττω και διορύσσω
  4. θάβω, παραχώνω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • πύξ ὀρύσσω : καταφέρνω ισχυρό πλήγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος Υπερσυντέλικος
ὀρύττω/ὀρύσσω ὤρυττον/ὤρυσσον ὀρύξω ὤρυξα ὀρώρυχα ὠρωρύχειν
ὀρύττεις ὤρυττες ὀρύξεις ὤρυξας ὀρώρυχας ὠρωρύχεις
ὀρύττει ὤρυττε ὀρύξει ὤρυξεν ὀρώρυχε ὠρωρύχει
ὀρύττομεν ὠρύττομεν ὀρύξομεν ὠρύξαμεν ὀρωρύχαμεν ὠρωρύχεμεν
ὀρύττετε ὠρύττετε ὀρύξετε ὠρύξατε ὀρωρύχατε ὠρωρύχετε
ὀρύττουσι ὤρυττον ὀρύξουσι ὤρυξαν ὀρωρύχασι ὠρωρύχεσαν
Απαρέμφατο εν.
ὀρύττειν / ὀρύσσειν