ὀσφραντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ὀσφραντικός, -ή, -όν

  1. που αναφέρεται στην όσφρηση
    ὀσφραντικόν αἰσθητήριον
  2. που έχει οξυμμένη την αίσθηση της όσφρησης