ὀχλαγωγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀχλαγωγίᾱ | αἱ | ὀχλαγωγίαι |
γενική | τῆς | ὀχλαγωγίᾱς | τῶν | ὀχλαγωγιῶν |
δοτική | τῇ | ὀχλαγωγίᾳ | ταῖς | ὀχλαγωγίαις |
αιτιατική | τὴν | ὀχλαγωγίᾱν | τὰς | ὀχλαγωγίᾱς |
κλητική ὦ! | ὀχλαγωγίᾱ | ὀχλαγωγίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀχλαγωγίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀχλαγωγίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀχλαγωγία < ὀχλαγωγός < αρχαία ελληνική ὄχλος + ἄγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀχλαγωγία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)