ὁμάδιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὁμάδιν: υποκοριστικό του αρχαία ελληνική ὁμάς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ὁμάδιν
- άλλη μορφή του ὁμάδι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ἁμάδι
- ἁμάδιν
- μάδι
- ὁμάδι
- ὁμάδια