ὁμάλισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁμάλισις < αρχαία ελληνική ὁμαλίζω (κατά το ὁμάλιξις· δείτε τη Συζήτηση:ὁμάλισις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὁμάλισις θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]