ὁμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὁμάς | αἱ | ὁμάδες |
γενική | τῆς | ὁμάδος | τῶν | ὁμάδων |
δοτική | τῇ | ὁμάδῐ | ταῖς | ὁμάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὁμάδᾰ | τὰς | ὁμάδᾰς |
κλητική ὦ! | ὁμάς | ὁμάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὁμάς < ὁμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὁμάς θηλυκό
- το σύνολο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)