ὁμαλόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ὁμαλόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὁμαλός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὁμαλόν ουδέτερο
- πεδιάδα
- κανονικότητα
- (για ήθος) ευστάθεια
- ένα από τα σημεία της βυζαντινής παρασημαντικής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ὁμαλόν