ὁμογάλακτες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομογάλακτες

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁμογάλακτες: πληθυντικός του αμάρτυρου *ὁμογάλαξ < ὁμο- + (γάλα) γαλᾰκτ- + > -γάλακς > -γάλαξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὁμογάλακτες αρσενικό (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Απόγονοι[επεξεργασία]

ὁμογάλακτες (αρχαία ελληνικά)

ελληνιστική κοινή: ὁμογάλακτος
νέα ελληνικά: ομογάλακτος

Πηγές[επεξεργασία]