ὁμοιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁμοιόω < ὁμοῖος / ὅμοιος + -όω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὁμοιόω

  1. ομοιώνω, εξομοιώνω
  2. συγκρίνω, παρομοιάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]