ὁμόκληρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁμόκληρος, ος, όν
- που έχει ίση κληρονομική μοίρα με έναν άλλον, όσο μερίδιο στην κληρονομιά, συγκληρονόμος