ὁμόσπονδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομόσπονδος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁμόσπονδος < ὁμοῦ + σπονδή

Επίθετο[επεξεργασία]

ὁμόσπονδος

  1. το καθένα από τα δύο άτομα ή μέρη που έχουν δεσμευτεί με ανακωχή
  2. που μοιράζεται σπονδή, που πίνει από το ίδιο ποτήρι

Ταυτόσημο[επεξεργασία]