ὁμόσπονδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁμόσπονδος
- το καθένα από τα δύο άτομα ή μέρη που έχουν δεσμευτεί με ανακωχή
- που μοιράζεται σπονδή, που πίνει από το ίδιο ποτήρι