ὁσπίτιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁσπίτιον < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὁσπίτιον ουδέτερο

  1. κατοικία
  2. κατάλυμα
  3. δωμάτιο
  4. οικογένεια
  5. σπιτικό
  6. πατρίδα
  7. ξενώνας
  8. φωλιά (ζώου)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὁσπίτιον τὰ ὁσπίτι
      γενική τοῦ ὁσπιτίου τῶν ὁσπιτίων
      δοτική τῷ ὁσπιτί τοῖς ὁσπιτίοις
    αιτιατική τὸ ὁσπίτιον τὰ ὁσπίτι
     κλητική ! ὁσπίτιον ὁσπίτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁσπιτίω
γεν-δοτ τοῖν  ὁσπιτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁσπίτιον < λατινική hospitium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὁσπίτιον ουδέτερο

(ελληνιστική κοινή)
  1. κατοικία
  2. πτωχοκομείο