ὄζη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὄζῃ, ὄζοι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄζη αἱ ὄζαι
      γενική τῆς ὄζης τῶν ὀζῶν
      δοτική τῇ ὄζ ταῖς ὄζαις
    αιτιατική τὴν ὄζην τὰς ὄζᾱς
     κλητική ! ὄζη ὄζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄζ
γεν-δοτ τοῖν  ὄζαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄζη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄζη, -ης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]