Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὄν

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ον

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὄν < από το ουδέτερο της μετοχής (ὤν οὖσα ὄν) ενεστώτα του ρήματος εἰμί (είμαι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὄν ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • οὐδέν γίνεται ἐκ τοῦ μή ὄντος Επίκουρος
  • ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ θεός (κατά Λουκά)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]