ὄνυξ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀνῠχ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ὄνυξ | οἱ | ὄνυχες | |
γενική | τοῦ | ὄνυχος | τῶν | ὀνύχων | |
δοτική | τῷ | ὄνυχῐ | τοῖς | ὄνυξῐ(ν) & επικός:ὀνύχεσσι(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ὄνυχᾰ | τοὺς | ὄνυχᾰς | |
κλητική ὦ! | ὄνυξ | ὄνυχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄνυχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνύχοιν | |||
Η δοτική πληθυνικού -εσσι στον Όμηρο, μόνο για τα νύχια αετού. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὄνυξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃negʰ- (νύχι). Συγγενή: λατινική unguis, σανσκριτική नख (nakhá, νύχι).
- Για τη σημασία της ορυκτολογίας, αβέβαιης ετυμολογίας ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὄνυξ αρσενικό
- (ανατομία) νύχι, οπλή, δαγκάνα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 203 (203-204)
- ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον, | ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
- Έτσι μίλησε το γεράκι στο αηδόνι με τον πλουμιστό λαιμό | σαν να το ᾽χε αρπάξει με τα νύχια του και το ᾽φερε ψηλά πολύ στα νέφη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον, | ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
- ≈ συνώνυμα:: ὁπλή, χηλή
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 203 (203-204)
- (κατ’ επέκταση) ό,τι μοιάζει με νύχι:
- άγκιστρο
- εργαλείο που χρησιμοποιείται όπως το νύχι, δηλαδή για γρατζούνισμα, ξύσιμο π.χ. το ξέστρο
- (ορυκτολογία) όνυχας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ὀνυχ-
ὀνυχ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]και
Πηγές
[επεξεργασία]- ὄνυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ορυκτολογία (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)