ὄρνις
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ὀρνῑθ- ὀρνι- αττικός τύπος : ὀρνε- | |||||||
διαλεκτικά | |||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὄρνις | οἱ/αἱ | ὄρνιθες | αττικός: ὄρνεις | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὄρνιθος | τῶν | ὀρνίθων | αττικός: ὄρνεων | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὄρνιθῐ | τοῖς/ταῖς | ὄρνισῐ(ν) | επικός: ὀρνίθεσσι | ||
αιτιατική | τὸν ὄρνιν & ὄρνιν τὴν ὄρνιθα |
τοὺς/τὰς | ὄρνιθᾰς & ὄρνῑς |
αττικός: ὄρνεις | |||
κλητική ὦ! | ὄρνι | ὄρνιθες | |||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρνιθε | |||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρνίθοιν | |||||
Δείτε και τον τύπος ὄρνιξ, δωρική κλίση με θέμα ὄρνιχ-ος. | |||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄρνις' όπως «ὄρνις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὄρνις αρσενικό ή θηλυκό [ὄρνῑθ-]
- (πτηνό) το πουλί
- ※ ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ μικρὰ τῶν ὀρνίθων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες (Ηρόδοτος (485 - 421/415 π.Χ.), Ιστορίαι, Ευτέρπη, 77.5)
- από τα πουλιά δε, τα ορτύκια και τις πάπιες και τα μικρά των πουλιών, ωμά τα τρώνε, αφού τα προταριχεύσουν (ΣτΜ: προταριχεύσουν = συντηρήσουν με αλάτι, όπως αναφέρεται λίγο πιο πριν στο κείμενο « ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους»)
- ※ ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ μικρὰ τῶν ὀρνίθων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες (Ηρόδοτος (485 - 421/415 π.Χ.), Ιστορίαι, Ευτέρπη, 77.5)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- ὄρνις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρνις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄρνις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄρνις' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄρνις' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄρνις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)