ὄρχις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὄρχις | ὄρχει | ὄρχεις |
Γενική | ὄρχεως | ὀρχέοιν | ὄρχεων |
Δοτική | ὄρχει | ὀρχέοιν | ὄρχεσι(ν) |
Αιτιατική | ὄρχιν | ὄρχει | ὄρχεις |
Κλητική | ὄρχι | ὄρχει | ὄρχεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄρχις < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃erǵʰi-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄρχις αρσενικό ή θηλυκό