ὄσπριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὄσπριον | τὰ | ὄσπριᾰ |
γενική | τοῦ | ὀσπρίου | τῶν | ὀσπρίων |
δοτική | τῷ | ὀσπρίῳ | τοῖς | ὀσπρίοις |
αιτιατική | τὸ | ὄσπριον | τὰ | ὄσπριᾰ |
κλητική ὦ! | ὄσπριον | ὄσπριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀσπρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀσπρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄσπριον < ὄσπρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄσπριον (και ὄσπρεον)
- όσπριο
- (συνήθως πληθυντικός) οι αποξηραμένοι σπόροι διαφόρων φυτών (κύαμος, φασίολος)
- κυάμους δὲ οὔτε τι μάλα σπείρουσι Αἰγύπτιοι ἐν τῇ χώρῃ, τούς τε γινομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται, οἱ δὲ δὴ ἱρέες οὐδὲ ὁρέοντες ἀνέχονται, νομίζοντες οὐ καθαρὸν εἶναί μιν ὄσπριον. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 37)
- ἐνταῦθα εἶχον τὰ ἐπιτήδεια ὅσα ἐστὶν ἀγαθά, ἱερεῖα, σῖτον, οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις, ἀσταφίδας, ὄσπρια παντοδαπά (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 4, 4, 9)
- (πληθυντικός) λαχανικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)