ὄσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄσσομαι < ὄσσε

Ρήμα[επεξεργασία]

ὄσσομαι επικός τύπος  (αποθετικό ρήμα) (μόνο στον Ενεστώτα και αναύξητο παρατατικό)

  1. προβλέπω, έχω προαίσθημα, προμαντεύω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 224 (223-224)
    ἀτὰρ καλλίτριχες ἵπποι | ἂψ ὄχεα τρόπεον· ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ.
    Οι ίπποι | οπισθογύρισαν τ᾽ αμάξια τρομασμένοι, ότι αισθανόνταν συμφορές,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 154 (151-154)
    Ὣς φάτο, καὶ σπείσας ἔπιεν μελιηδέα οἶνον, | ἂψ δ᾽ ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν. | αὐτὰρ ὁ βῆ κατὰ δῶμα φίλον τετιημένος ἦτορ, | νευστάζων κεφαλῇ· δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ.
    Τελειώνοντας, στάλαξε πρώτα στους θεούς σπονδή, ήπιε μετά κρασί κι ο ίδιος, γλυκό σαν μέλι, | κι ύστερα γύρισε την άδεια κούπα και την έβαλε στα χέρια του ευγενικού Αμφινόμου. | Εκείνος πήρε να βαδίζει μελαγχολικός στην αίθουσα, | με το κεφάλι του σκυμμένο — έβλεπε κιόλας μέσα του το τι κακό τον περιμένει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 551 (551-552)
    κακὰ δ᾽ ὄσσετο θυμῷ | θνητοῖς ἀνθρώποισι, τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε.
    Πρόβλεπε όμως στην καρδιά του συμφορές | για τους θνητούς ανθρώπους που έμελλε να γίνουν.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. βλέπω με τα μάτια της ψυχής ή του μυαλού, φαντάζομαι
  3. προαναγγέλλω, προλέγω, προμηνύω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 152 (150-152)
    ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην, | ἔνθ᾽ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά, | ἐς δ᾽ ἱκέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾽ ὄλεθρον,
    Αλλ᾽ όταν βρέθηκαν στη μέση της πολύφωνης συνέλευσης, | κάνοντας γύρους πήραν να χτυπούν τις δυνατές φτερούγες, | ώσπου εβούτηξαν πάνω απ᾽ τις κεφαλές τους — προμήνυμα καταστροφής.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]