ὄτοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄτοβος οἱ ὄτοβοι
      γενική τοῦ ὀτόβου τῶν ὀτόβων
      δοτική τῷ ὀτόβ τοῖς ὀτόβοις
    αιτιατική τὸν ὄτοβον τοὺς ὀτόβους
     κλητική ! ὄτοβε ὄτοβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀτόβω
γεν-δοτ τοῖν  ὀτόβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄτοβος < πιθανόν ηχομιμητική λέξη κατά το ἄραδος, ἄραβος με κατάληξη όπως το θόρυβος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄτοβος

  1. έντονος θόρυβος, ήχος, κρότος, πάταγος
  2. βοή αρμάτων μάχης
  3. βροντή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]