ὄχανον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄχανον < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄχανον ουδέτερο
- η λαβή της ασπίδας