ὄψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ονομαστική | ὄψ | ὄπε | ὄπες |
Γενική | ὀπός | ὀποῖν | ὀπῶν |
Δοτική | ὀπί | ὀποῖν | ὀψί(ν) |
Αιτιατική | ὄπᾰ | ὄπε | ὄπᾰς |
Κλητική | ὄψ | ὄπε | ὄπες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄψ < πρωτοελληνική *wókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) (βλ. ἔπος)
- ὄψ < πρωτοελληνική *ókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ókʷs (μάτι) < *h₃ekʷ-[1] (βλέπω). (πβ. ὄψομαι και ὄπωπα, μέλλοντας και παρακείμενος του ὁράω αντίστοιχα. Το ίδιο θέμα απαντά και στις συνώνυμες λέξεις ὄμμα, ὀμμάτιον και ὀφθαλμός.
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ὄψ θηλυκό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ὄψ θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill., λήμμα: ὄπωπα