ὄψιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄψιος < ὀψέ

Επίθετο[επεξεργασία]

ὄψιος, -ία, -ιον, (παραθετικά: ὀψιαίτερος, ὀψιαίτατος)

  1. αυτός που συμβαίνει σε περασμένη ώρα
  2. ο καθυστερημένος χρονικά