ὄψομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ὄψομαι

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού (μέσου) μέλλοντα του ρήματος ὁρῶ