Ὀξύνεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Οξύνεια, οξύνοια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὀξύνει
      γενική τῆς Ὀξυνείᾱς
      δοτική τῇ Ὀξυνεί
    αιτιατική τὴν Ὀξύνειᾰν
     κλητική ! Ὀξύνει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ὀξύνεια < ὀξύ(ς) + νειόςὀξύς + νέομαι)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ὀξύνεια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)