Ὄλυμπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Όλυμπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὄλυμπος οἱ Ὄλυμποι
      γενική τοῦ Ὀλύμπου τῶν Ὀλύμπων
      δοτική τῷ Ὀλύμπ τοῖς Ὀλύμποις
    αιτιατική τὸν Ὄλυμπον τοὺς Ὀλύμπους
     κλητική ! Ὄλυμπε Ὄλυμποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὀλύμπω
γεν-δοτ τοῖν  Ὀλύμποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ὄλυμπος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ὄλυμπος αρσενικό

  1. βουνό της Ελλάδας, ο Όλυμπος
    άλλες μορφές: επικός τύπος : Οὔλυμπος
  2. ανδρικό όνομα

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)