ὑβρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑβρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑβρίζω

  • συμπεριφέρομαι με αυθάδεια και αλαζονεία