ὑγεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑγείᾱ | αἱ | ὑγεῖαι |
γενική | τῆς | ὑγείᾱς | τῶν | ὑγειῶν |
δοτική | τῇ | ὑγείᾳ | ταῖς | ὑγείαις |
αιτιατική | τὴν | ὑγείᾱν | τὰς | ὑγείᾱς |
κλητική ὦ! | ὑγείᾱ | ὑγεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑγείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑγείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὑγεία < αρχαία ελληνική ὑγίεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑγεία θηλυκό (& ιωνικός τύπος ὑγείη)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)