ὑλοβαρῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑλοβαρῶ < ὓλη + -βαρῶ (βάρος)

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑλοβαρῶ

  • επιβαρύνω με ακάθαρτη ύλη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]