ὑοσκύαμος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑοσκύαμος | οἱ | ὑοσκύαμοι |
γενική | τοῦ | ὑοσκυάμου | τῶν | ὑοσκυάμων |
δοτική | τῷ | ὑοσκυάμῳ | τοῖς | ὑοσκυάμοις |
αιτιατική | τὸν | ὑοσκύαμον | τοὺς | ὑοσκυάμους |
κλητική ὦ! | ὑοσκύαμε | ὑοσκύαμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑοσκυάμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑοσκυάμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὑοσκύαμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὑοσκύαμος, -ου αρσενικό
- (φυτό) γερούλι, υοσκύαμος (Hyoscyamus niger)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.43, @scaife.perseus
- ἢν δὲ μὴ ταῦτα ποιήσαντι παύηται, διαλείπων δύο λήψιας μετὰ τὴν κάτω κάθαρσιν, λούσας αὐτὸν πολλῷ θερμῷ, πῖσον τοῦ καρποῦ τοῦ ὑοσκυάμου ὅσον κέγχρον, καὶ μανδραγόρου ἴσον, καὶ ὀποῦ τρεῖς κυάμους, καὶ τριφύλλου ἴσον, ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ πιέειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 1.13
- [ΣΩΚΡΑΤΗΣ] εἰ γοῦν τις χρῷτο τῷ ἀργυρίῳ ὥστε πριάμενος οἷον ἑταίραν διὰ ταύτην κάκιον μὲν τὸ σῶμα ἔχοι, κάκιον δὲ τὴν ψυχήν, κάκιον δὲ τὸν οἶκον, πῶς ἂν ἔτι τὸ ἀργύριον αὐτῷ ὠφέλιμον εἴη;
[ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ] Οὐδαμῶς, εἰ μή πέρ γε καὶ τὸν ὑοσκύαμον καλούμενον χρήματα εἶναι φήσομεν, ὑφ᾽ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίγνονται.- [ΣΩΚΡΑΤΗΣ] Εάν λοιπόν κάποιος χρησιμοποιούσε τα χρήματά του για ν᾽ αγοράσει λόγου χάρη μιαν εταίρα, και εξαιτίας της θα έβλαπτε το σώμα του, την ψυχή του και τον «οίκο» του, πώς ήταν δυνατό τα χρήματα να του είναι ακόμη ωφέλιμα;
[ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ] Καθόλου. Εκτός και αν ισχυριστούμε πως αποτελεί ένα αγαθό το φυτό που το λένε υοσκύαμο· από αυτό γίνονται παράφρονες όσοι το τρώνε. - Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- [ΣΩΚΡΑΤΗΣ] Εάν λοιπόν κάποιος χρησιμοποιούσε τα χρήματά του για ν᾽ αγοράσει λόγου χάρη μιαν εταίρα, και εξαιτίας της θα έβλαπτε το σώμα του, την ψυχή του και τον «οίκο» του, πώς ήταν δυνατό τα χρήματα να του είναι ακόμη ωφέλιμα;
- [ΣΩΚΡΑΤΗΣ] εἰ γοῦν τις χρῷτο τῷ ἀργυρίῳ ὥστε πριάμενος οἷον ἑταίραν διὰ ταύτην κάκιον μὲν τὸ σῶμα ἔχοι, κάκιον δὲ τὴν ψυχήν, κάκιον δὲ τὸν οἶκον, πῶς ἂν ἔτι τὸ ἀργύριον αὐτῷ ὠφέλιμον εἴη;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.43, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ὑοσκύαμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑοσκύαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ιπποκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)