Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὑπεύθυνος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: υπεύθυνος
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑπεύθυνος τὸ ὑπεύθυνον
      γενική τοῦ/τῆς ὑπευθύνου τοῦ ὑπευθύνου
      δοτική τῷ/τῇ ὑπευθύν τῷ ὑπευθύν
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑπεύθυνον τὸ ὑπεύθυνον
     κλητική ! ὑπεύθυνε ὑπεύθυνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπεύθυνοι τὰ ὑπεύθυν
      γενική τῶν ὑπευθύνων τῶν ὑπευθύνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑπευθύνοις τοῖς ὑπευθύνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑπευθύνους τὰ ὑπεύθυν
     κλητική ! ὑπεύθυνοι ὑπεύθυν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπευθύνω τὼ ὑπευθύνω
      γεν-δοτ τοῖν ὑπευθύνοιν τοῖν ὑπευθύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑπεύθυνος < ὑπ- + εὔθυνος < εὔθυνα. [1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὑπεύθυνος, -ος, -ον

  1. σχετικός με αξίωμα για το οποίο κάποιος είναι υπόλογος, πρέπει να λογοδοτήσει γι' αυτό στο τέλος της θητείας του
  2. (στην αρχαία Αθήνα) ο άρχοντας που πρέπει να λογοδοτήσει στο τέλος της θητείας του
  3. που πρέπει να τιμωρηθεί για άδικη πράξη

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «υπεύθυνος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.