ὑποδημάτιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑποδημάτιον τὰ ὑποδημάτι
      γενική τοῦ ὑποδηματίου τῶν ὑποδηματίων
      δοτική τῷ ὑποδηματί τοῖς ὑποδηματίοις
    αιτιατική τὸ ὑποδημάτιον τὰ ὑποδημάτι
     κλητική ! ὑποδημάτιον ὑποδημάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποδηματίω
γεν-δοτ τοῖν  ὑποδηματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑποδημάτιον < ὑπόδημα, ὑποδήματ(ος) + -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὑποδημάτιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]