ὑπονομεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπονομεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπονομεύω < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπο- + νέμω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑπονομεύω

  1. (ελληνιστική κοινή) σκάβω υπονόμους
  2. (ελληνιστική κοινή) (μεταφορικά) υπονομεύω

Πηγές[επεξεργασία]