ὑποπίπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑποπίπτω
- πέφτω κάτω (ή κάτω από κάτι άλλο)
- (κατ’ επέκταση) υποτάσσομαι, υποκύπτω
- (κατ’ επέκταση) υποχωρώ
- (μεταφορικά) δειλιάζω, φοβάμαι