ὑποσκάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υποσκάπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑποσκάπτω < ὑπο- + σκάπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑποσκάπτω

  1. σκάβω από κάτω
  2. σκάβω λαγούμι
  3. (ελληνιστική σημασία) υποσκάπτω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ὑπό και σκάπτω

Πηγές[επεξεργασία]