ὑποφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑποφέρω
- παίρνω κάτι και το απομακρύνω από έναν κίνδυνο
- φέρω από κάτω
- υποφέρω, βασανίζομαι από έναν καημό ή κάτι που ταλαιπωρεί σωματικά
- υποκρίνομαι
- προτείνω
- παρασύρω, κατεβάζω
- παθητικό: παρασύρομαι, ολισθαίνω, βυθίζομαι, φθείρομαι, εξασθενώ κυριολεκτικά και μεταφορικά