ὑποχόνδριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υποχόνδριος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑποχόνδριος < αρχαία ελληνική ὑποχόνδριος

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑποχόνδριος



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑποχόνδριος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑποχόνδριος

  • που βρίσκεται στο υποχόνδριο (περιοχή στο στήθος, κάτω από τους χόνδρους)