ὑπούργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ὑπούργημα < ὑπουργῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑπούργημα ουδέτερο
- προσφερόμενη, παρεχόμενη υπηρεσία
ὑπούργημα < ὑπουργῶ
ὑπούργημα ουδέτερο