ὑπόλοιπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπόλοιπος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑπόλοιπος τὸ ὑπόλοιπον οἱ, αἱ ὑπόλοιποι τὰ ὑπόλοιπα
Γενική τοῦ, τῆς ὑπολοίπου τοῦ ὑπολοίπου τῶν ὑπολοίπων τῶν ὑπολοίπων
Δοτική τῷ, τῇ ὑπολοίπῳ τῷ ὑπολοίπῳ τοῖς, ταῖς ὑπολοίποις τοῖς ὑπολοίποις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑπόλοιπον τὸ ὑπόλοιπον τοὺς, τὰς ὑπολοίπους τὰ ὑπόλοιπα
Κλητική ὑπόλοιπε ὑπόλοιπον ὑπόλοιποι ὑπόλοιπα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑπολοίπω
Γενική-Δοτική ὑπολοίποιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπόλοιπος < ὑπολείπω + -ος < ὑπό + λείπω

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑπόλοιπος

  1. που έχει απομείνει ή αφεθεί πίσω
  2. που έχει επιβιώσει, έχει απομείνει ζωντανός
  3. υπόλοιπος
  4. που έχει έλλειψη

Πηγές[επεξεργασία]