ὑφαιρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑφαιρέω
- κυριεύω (εσωτερικά, πχ για συναίσθημα φόβου, δέους)
- αφαιρώ κρυφά, κλέβω, σφετερίζομαι
- ελαττώνω