ὑψίγυιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑψίγυιος < ὕψι + γυῖον

Επίθετο[επεξεργασία]

ο, η ὑψίγυιος, το ὑψίγυιον

  • ὑψίγυιον ἄλσος