ὑψίκομπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑψίκομπος < ὕψι + κόμπος (ενοχλητικός θόρυβος και κομπασμός)

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑψίκομπος, -ος, -ον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]