ὑψαγόρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑψαγόρᾱς | οἱ | ὑψαγόραι |
γενική | τοῦ | ὑψαγόρου | τῶν | ὑψαγορῶν |
δοτική | τῷ | ὑψαγόρᾳ | τοῖς | ὑψαγόραις |
αιτιατική | τὸν | ὑψαγόρᾱν | τοὺς | ὑψαγόρᾱς |
κλητική ὦ! | ὑψαγόρᾱ | ὑψαγόραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑψαγόρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑψαγόραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑψαγόρας αρσενικό
- που κομπάζει, περηφανεύεται, μιλά αλαζονικά, ο μεγαλορρήμων, ο κομπορρήμων
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 84
- Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες ἡμέας αἰσχύνων...
- Τηλέμαχε κομπορρήμονα, χωρίς φραγμό στο θράσος, τι ξεστόμισες και μας ντροπιάζεις...
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὑψαγόρας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑψαγόρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ὑψ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)