ὑψηρεφής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ο και η ὑψηρεφής, το ὑψηρεφές και ο,η ὑψερεφής,-ές
- το ψηλοτάβανο, με υψηλό θόλο
- ὑψηρεφέος θαλάμοιο (Ιλιάδα, 9.582)
- ναοί θ᾽ ὑψερεφεῖς καὶ ἀγάλματα (Αριστοφ. Νεφ. 299)