ὑψιβρεμέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑψιβρεμέτης αρσενικό, (γενική: του ὑψιβρεμέτου)
ὑψιβρεμέτης αρσενικό, (γενική: του ὑψιβρεμέτου)