ὑψόροφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑψόροφος < ὕψι + ἐρέφω

Επίθετο[επεξεργασία]

ο, η ὑψόροφος, το ὑψόροφον (και ὑψώροφος,ος,ον)

Συνώνυμα[επεξεργασία]